παράγραφος

παράγραφος
η, ΝΑ, και παράγραφος, ή, Ν
νεοελλ.
1. μικρό τμήμα τού γραπτού πεζού λόγου, ενδιάμεση ενότητα κειμένου που αποτελείται από περιόδους, έχει μια σχετική νοηματική αυτοτέλεια και συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά και σημειώνεται είτε με ένα λευκό διάστημα στην αρχή, είτε με ειδικό σημάδι [§]
2. (κατ' επέκτ.) το σημάδι που χρησιμοποιείται για τη δήλωση τής ενότητας αυτής στον γραπτό λόγο
3. φρ. «αυτό είναι άλλη παράγραφος» — είναι τελείως διαφορετικό ζήτημα χωρίς καμιά σχέση με το θέμα που συζητείται
αρχ.
1. γραμμή στο περιθώριο κειμένου με στιγμή πάνω από αυτήν, η οποία χρησίμευε για τη δήλωση τής αλλαγής τών προσώπων στον διάλογο ή τη διάκριση τών στροφών ή τής στροφής και αντιστροφής στη λυρική ποίηση για τη δήλωση τών τμημάτων τού δράματος που αντιστοιχούν στον χορό και τής παράβασης στην κωμωδία
2. σημείωση στο περιθώριο για τη δήλωση τού τέλους περιόδου, παραγραφή
3. όργανο το οποίο χρησίμευε στη χάραξη γραμμών για να διευκολύνεται έτσι το γράψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -γραφος (< γράφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παράγραφος — line fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράγραφος — η 1. το μεγαλύτερο ολοκληρωμένο τμήμα γραπτού πεζού λόγου: Για το επόμενο μάθημα θα έχετε τις άλλες δύο παραγράφους. 2. Το σημάδι της παραγράφου (§). 3. μτφ., η ολότελα άσχετη υπόθεση: Αυτό είναι άλλη παράγραφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγράφω — παράγραφος line fem nom/voc/acc dual παράγραφος line fem gen sg (doric aeolic) παραγράφω write by the side pres subj act 1st sg παραγράφω write by the side pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγράφου — παράγραφος line fem gen sg παραγράφω write by the side pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) παραγράφω write by the side imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγράφων — παράγραφος line fem gen pl παραγράφω write by the side pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγράφῳ — παράγραφος line fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράγραφοι — παράγραφος line fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράγραφον — παράγραφος line fem acc sg παραγράφω write by the side imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) παραγράφω write by the side imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο — Δικαστήριο που ιδρύθηκε από το Σύνταγμα του 1975. Πρόκειται για ανώτατο δικαστικό όργανο με σκοπό τη διασφάλιση της πιστής τήρησης του συντάγματος, που έχει τις εξής αρμοδιότητες: 1) Εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών,… …   Dictionary of Greek

  • PRAEDUCTAL seu PRAEDUCTALE — Graece παράγραφος, a praeducendis lineis, dictum est plumbum vel stilus, quô in membrana lincae praeducebantur, ad dirigendam scripturam. Vetus Grammaticus, c. de ferreis instrumentis, Σκαλὶς, sarculum; γ῾πήτιον, subla; Σμίλιον, scalpellum;… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”